εὐκέαστος
English (LSJ)
εὐκέαστον, (κεάζω) easily cleft or split, Eust.1241.48.
German (Pape)
[Seite 1074] leicht zu spalten, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκέαστος: -ον, (κεάζω) εὐκόλως σχιζόμενος, εὔσχιστος, εὔκλαστος, Εὐστ. 1241. 18.
Greek Monolingual
εὐκέαστος, -ον (Μ)
αυτός που σχίζεται ή σπάζει εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κεαστος (< κεάζω «σχίζω»), πρβλ. ακέαστος].