εὔσχιστος
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
εὔσχιστον,
A easy to split, Thphr. HP 5.6.3, Dsc.5.127.
2 well-split, of a pen, AP6.227 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1101] poet. auch ἐΰσχιστος, wohl gespalten, leicht zu spalten, Theophr.; ῥοιή Crinag. 6 (VI, 232); κέρατα id. (VI, 227).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien fendu ; facile à fendre.
Étymologie: εὖ, σχίζω.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσχιστος: -ον, εὐκόλως σχιζόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6. 3, Ἀνθ. Π. 6. 227.
Greek Monolingual
εὔσχιστος, -ον (ΑΜ)
1. ευκολόσχιστος
2. (για τον κάλαμο της γραφίδας) αυτός που είναι καλά σχισμένος στο οξύ άκρο, καλοσχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιστός (< σχίζω)].
Greek Monotonic
εὔσχιστος: -ον, αυτός που διαιρείται εύκολα, σε Ανθ.