εὐμαρῶς
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
French (Bailly abrégé)
adv.
1 doucement;
2 facilement, aisément.
Étymologie: εὐμαρής.
Russian (Dvoretsky)
εὐμᾰρῶς:
1 легко, без труда Plat., Luc.;
2 с удобством (νυκτερεύειν Plut.).