πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
adv.d'une manière claire ou évidente;Sp. εὐσημότατα.Étymologie: εὔσημος.
εὐσήμως: ясно, отчетливо (μετρεῖν τι Plut.): τοῦ μᾶλλον εὐ. ἔχειν Arst. для большей ясности.