εὐσυνέτως
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Russian (Dvoretsky)
εὐσυνέτως: староатт. εὐξυνέτως (благо)разумно: ταῖς ξυμφοραῖς εὐξυνετώτερον προσφέρεσθαι Thuc. более разумно относиться к превратностям судьбы.