εὕρηκα

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὕρηκα: pf. к εὑρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὕρηκα: πρκμ. τοῦ εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὕρηκα: -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του εὑρίσκω.