ζακόνι

Greek Monolingual

το (Μ ζακόνι και ζακόνιν)
1. συνήθεια, έθιμο
2. παροιμ. «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη» — ο κάθε τόπος έχει τις δικές του συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zakonŭ].