το (Μ ζακόνι και ζακόνιν)1. συνήθεια, έθιμο2. παροιμ. «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη» — ο κάθε τόπος έχει τις δικές του συνήθειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zakonŭ].