μαχαλάς

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερyour good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

ο (Μ μαχαλάς)
1. συνοικία, γειτονιά
2. φρ. «στον παρακάτω μαχαλά» — λέγεται για δήλωση άρνησης σε ένα αίτημα αλλά και σε παιδικό παιχνίδι
3. παροιμ. «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη» — κάθε τόπος έχει τα δικά του ήθη και έθιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mahalle].