ζαχρειές

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

Greek Monolingual

ζαχρειές (Α)
(επίρρ. από το ουδ. του άχρ. επιθ. ζαχρειής ή ζαχρηής) ορμητικά, βίαια.