ζαχρηής
English (LSJ)
ζαχρηές, used only in plural, attacking violently, furious, raging, μένος Βορέαο καὶ ἄλλων ζαχρηῶν ἀνέμων Il.5.525 (-χρει- most codd.); of warriors, ζαχρηεῖς… κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας 12.347, cf. 13.684; cf. ζαχραής, ζαχρειής. (From ζᾰ- and χράω (B); cf. ἐπιχράω (B).)
German (Pape)
[Seite 1136] ές (χράω, Andere schreiben ζαχρειής u. führen es auf χρεία zurück, der sich gut zu brauchen weiß, tapfer; nach Suid. auch ζαχρήεις, Arcad. ζαχρῆς), heftig anstürmend, anfallend, ἀνέμων ζαχρηῶν μένος Il. 5, 525 (von Ap. Rh. 1, 1095 u. öfter nachgeahmt); Λυκίων ἀγοὶ ζαχρηεῖς Il. 12, 346, von kampflustigen, mutigen Kriegern, vgl. 360. 13, 664; Hesych. erkl. auch ἐξαπιναῖοι. Nur im plur., doch Nic. Th. 290 steht ζαχρειές adverbial = πάνυ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. ζαχρειής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζαχρηής -ηές [ζα-, 1. χράω] furieus, razend (van personen).
Russian (Dvoretsky)
ζαχρηής: буйный, неистовый (ἄνεμοι Hom.): Λυκίων ἀγοὶ ζαχρηεῖς τελέθουσι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας Hom. ликийские военачальники неукротимо бросаются в жестокие сечи.
English (Autenrieth)
(χράω): raging, impetuous. (Il.)
Greek Monolingual
ζαχρηής, -ὲς (Α)
1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («μένος Βορέαο καὶ ἄλλων ζαχρηῶν ἀνέμων», Ομ. Ιλ.)
2. (για πολεμιστές) ανδρείος, ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζαχρηής είναι σύνθετη με α' σύνθ. ζα- (=δια-) και β' σύνθ. -χρηής, συνδεόμενο πιθ. με αόρ. έχρα(F)ον «έκανα επίθεση, εισβολή», εφόσον οι παραδεδομένοι στα χειρόγραφα τύποι ζαχρηείς, ζαχρηών προήλθαν από ζαχραέες ζαχραέων. Εάν το -η- του τ. θεωρηθεί αρχικό, τότε το β' σύνθ. πρέπει να προήλθε από ουδ. χρήος < χρά(F)ος].
Greek Monotonic
ζαχρηής: -ές (χράω Β), μόνο στον πληθ., αυτός που επιτίθεται με βία, που επιπίπτει με σφοδρότητα, ορμητικός, μανιώδης, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
ζαχρηής: -ές, μόνον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., βιαίως ἐπιπίπτων, προσβάλλων, ὁρμητικός, μανιώδης, μένος Βορέαο καὶ ἄλλων ζαχρηῶν ἀνέμων Ἰλ. Ε. 525· ἐπὶ πολεμιστῶν, ζαχρηεῖς... κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας Μ. 347, πρβλ. 360, Ν. 684. (Ἐκ τοῦ ζᾰ- καὶ χράω Β· πρβλ. ἐπιχράω Β.)
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: violently storming on, furious (Il.; always plur. at verse beginnng)
Other forms: (also written -χρει-) -ές (Nic. Th. 290; verse beginning), -αής (Epic. in Arch. Pap. 7, 6 Fr. 3 V. 1).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [460] *ghreh₂u̯- oppress?
Etymology: Strengthening ζα- (= δια-) with a second member belonging to the aor. ἔχρα(Ϝ)ον surprise, oppress. If one replaces -ηεῖς, -ηῶν by ζαχραέες, -αέων (cf. noch ζαχράσεις ἐξαπιναίους H. for -αέας?), one gets immediate connection with the zero grade aorist. Otherwise one assumes a related full grade noun *χρῆϜος (*χρᾶϜος) or a full grade verb-form. - Bechtel Lex. s. v., Brugmann IF 11, 287ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 41. Cf. Bq and WP. 1, 647.
Middle Liddell
ζα-χρηής, ές [χράω2] only in plural]
attacking violently, furious, raging, Hom.
Frisk Etymology German
ζαχρηής: {zakhrēḗs}
Forms: (auch -χρει- geschr.) -ές (Nik. Th. 290; Versanfang), -αής (Epic. in Arch. Pap. 7, 6 Fr. 3 V. 1).
Meaning: heftig anstürmend, ungestüm (Il.; immer im Plur. am Versanfang),
Etymology: Aus verstärkendem ζα- (= δια-) und einem wahrscheinlich zum Aor. ἔχρα(ϝ)ον überfiel, bedrängte gehörigen Hinterglied. Wenn man die überlieferten -ηεῖς, -ηῶν durch ζαχραέες, -αέων ersetzt (vgl. noch ζαχράσεις· ἐξαπιναίους H. für -αέας?), erhält man bei anlautendem Daktylos unmittelbaren Anschluß an dem schwundstufigen Aorist. Sonst ist von einem damit verwandten hochstufigen Nomen *χρῆϝος (*χρᾶϝος) oder von einer ebenfalls hochstufigen Verbform auszugehen. — Bechtel Lex. s. v. m. Lit., Brugmann IF 11, 287ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 41. Ältere Lit. auch bei Bq und WP. 1, 647.
Page 1,608