ζεματιστός

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ζεματιστός, -ή, -όν) ζεματίζω
1. αυτός που καίει πολύ, πολύ ζεστός, καυστικόςνερό ζεματιστό»)
2. μτφ. καυτερός («τα δάκρυα της που πέφτανε ζεματιστά πάνω στα μάγουλά της», Νιρβ.).
επίρρ...
ζεματιστά
με καυτερό τρόπο, με ζεματιστό τρόπο.