ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
-ή, -ό ζευγαρώνω1. αυτός που αποτελεί ζεύγος με κάποιον άλλον, ο ζευγαρωμένος2. το ουδ. ως ουσ. το ζευγαρωτότο ζευγάρι. επίρρ...ζευγαρωτάανά δύο.