ζευκτήρας

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

Greek Monolingual

ο (Α ζευκτήρ, θηλ. ζεύκτειρα)
ιμάντας με τον οποίο δένεται το βόδι στον ζυγό
αρχ.
1. αυτός που ενώνει δύο ζώα κάτω από τον ίδιο ζυγό
2. θηλ. «ζεύκτειρα» — επίθετο της Αφροδίτης, της θεάς του γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ-τήρ < ζευγ-κτήρ < ζεύγνυμι
πρβλ. και αρχ. ινδ. yoktar-].