ζημιάρης

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο και ζημιάρικος, -η, -ο ζημιά
αυτός που συχνά από αδεξιότητα ή από απροσεξία του κάνει ζημιές.