τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
[Seite 1141] ὁ, Verfälscher der Wage, Suid.
ζῠγοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος ψευδῆ ἤτοι πλημμελῆ ζυγόν, Σουΐδ.