ζωέμεν

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

French (Bailly abrégé)

inf. prés. épq. de ζώω.

Greek Monotonic

ζωέμεν: -έμεναι, Επικ. αντί ζώειν, απαρ. του ζώω = ζάω.