τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
inf. prés. épq. de ζώω.
ζωέμεν: -έμεναι, Επικ. αντί ζώειν, απαρ. του ζώω = ζάω.