ζωέμεν

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

French (Bailly abrégé)

inf. prés. épq. de ζώω.

Greek Monotonic

ζωέμεν: -έμεναι, Επικ. αντί ζώειν, απαρ. του ζώω = ζάω.