κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
ζωμοποιῶ, -έω (Α) ζωμοποιόςπαρασκευάζω ζωμό, κάνω σάλτσα, ζωμεύω.