ζωοθετώ

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ζωοθετῶ, -έω (Α)
ζωοποιώ. εμβάλλω σε κάποιον ζωή, κάνω κάποιον ζωντανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(Ι) + -θετώ (< -θέτης < τί-θη-μι), πρβλ. αγωνο-θέτης > αγωνο-θετώ].