ζωότης

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

German (Pape)

[Seite 1144] ητος, ἡ, Tierheit, im Gegensatz von θειότης gebildet, Plut. Qu. Plat. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ζωότης: -ητος, ἡ, ζωϊκὴ φύσις, Πλούτ. 2. 1001Β, Γαλην. 5. σ. 336· πρβλ. θειότης.

Greek Monolingual

ζῳότης, ἡ (Α) ζῴον
1. η ιδιότητα του ζώου, η ζωική φύση
2. ζωτική δύναμη, ζωτικότητα.