ζύγωθρο
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
το (Μ ζύγωθρον)
ο μοχλός που συνέχει και συγκρατεί κλειστά τα δύο φύλλα θύρας ή παραθύρου, το ζυγόθυρο, ο σύρτης, η αμπάρα, το μάνταλο
νεοελλ.
(μηχαν.) εξάρτημα τών εμβολοφόρων μηχανών εσωτερικής καύσης μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η μετάδοση κίνησης στις βαλβίδες όταν αυτές είναι τοποθετημένες στην κεφαλή τών βαλβίδων, κν. πιανόλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγώ(-όω) + κατάλ. -θρον (πρβλ. στιλβωθρον, τετάνωθρον)].