ζυγόθυρο

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source

Greek Monolingual

το
ο μοχλός που εκτείνεται από τη μια παραστάδα ώς την άλλη και με τον οποίο κλείνεται η θύρα, κν. αμπάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + θύρα.