εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
ζώνα woman's girdle ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταθηκαμένα τίκτε θεόφρονα κοῦρον (O. 6.39)
ζώνα: ἡ дор. = ζώνη.