ηγεμονίδης

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἡγεμονίδης)
νεοελλ.
γιος ηγεμόνα ή βασιλιά
αρχ.
ηγεμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών (-όνος) + κατάλ. -ίδης (πρβλ. ευφρονίδης, κηφηνίδης)].