ηδυπαθώ

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

ἡδυπαθῶ, -έω (Α) ηδυπαθής
ζω ηδονικά, ζω στην πολυτέλεια, απολαμβάνω τις σαρκικές ηδονές.