ηδυπαθώ
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Greek Monolingual
ἡδυπαθῶ, -έω (Α) ηδυπαθής
ζω ηδονικά, ζω στην πολυτέλεια, απολαμβάνω τις σαρκικές ηδονές.
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
ἡδυπαθῶ, -έω (Α) ηδυπαθής
ζω ηδονικά, ζω στην πολυτέλεια, απολαμβάνω τις σαρκικές ηδονές.