ηδυσώματος
Greek Monolingual
ἡδυσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο σώμα, ωραία μορφή (ως αντίθ. του ἡδυγνώμων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -σώματος (< σώμα), πρβλ. ασώματος, φιλοσώματος].
ἡδυσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο σώμα, ωραία μορφή (ως αντίθ. του ἡδυγνώμων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -σώματος (< σώμα), πρβλ. ασώματος, φιλοσώματος].