φιλοσώματος
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
φιλοσώματον, loving the body, indulging it, οὐ φιλόσοφος, ἀλλά τις φ. Pl.Phd. 68c, cf. Ph.2.16, al., Ptol.Tetr.158, Demoph.Sent.44; ψυχαί Porph.Antr.11; distinguished from φιλήδονος, Plu.2.140c (but φιλήδονοι καὶ φ. D.Chr.4.115): τὸ φιλοσώματον = φιλοσωματία, Plu.2.593d, Fr.18.1. Adv. φιλοσωμάτως Poll.3.137.
German (Pape)
[Seite 1286] den Leib liebend u. pflegend; Plat. Phaed. 68 b; vgl. Plut. conj. praec. p. 415; τὸ φ., = φιλοσωματία, gen. Socr. 23 M. – Adv. φιλοσωμάτως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime son corps, qui prend soin de sa personne ; τὸ φιλοσώματον amour de sa personne, soin qu'on prend de son corps.
Étymologie: φίλος, σῶμα.
Russian (Dvoretsky)
φιλοσώμᾰτος: любящий свое тело, т. е. угождающий телесным запросам Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φιλοσώματος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ σῶμα, χαριζόμενος εἰς αὐτό, οὐ φιλόσοφος, ἀλλὰ φ. Πλάτ. Φαίδ. 68Β· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ φιλήδονος, Πλούτ. 2. 140Β· ― τὸ φιλοσώματον = φιλοσωματία, αὐτόθι 593D. Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 137.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που αγαπά και περιποιείται το σώμα του («ἀνὴρ φιλοσώματος καλλωπίστριαν γυναῖκα ποιεῖ», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοσώματον
η φιλοσωματία.
επίρρ...
φιλοσωμάτως Α
με φιλοσωματία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. ἁπαλοσώματος].
Greek Monotonic
φῐλοσώμᾰτος: -ον (σῶμα), αυτός που αγαπά το σώμα, σε Πλάτ.