ἡδυγνώμων
From LSJ
English (LSJ)
ἡδυγνώμον, gen. ονος, (γνώμη) of pleasant mind, opp. ἡδυσώματος, X.Smp.8.30.
German (Pape)
[Seite 1153] ον, angenehmes Geistes, Gegensatz von ἡδυσώματος, Xen. Conv. 8, 30.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l'humeur (propr. à l'esprit) agréable.
Étymologie: ἡδύς, γνώμη.
Greek Monolingual
ἡδυγνώμων, -ύγνωμον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστη, καλή γνώμη («οὐχ ἡδυσώματος... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' ἡδυγνώμων ἐν θεοῖς τετίμηται», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γνωμων (< γνώμων), πρβλ. διχογνώμων, ευγνώμων.
Greek Monotonic
ἡδυγνώμων: -ον (γνώμη), αυτός που έχει ευχάριστη γνώμη, σκέψη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠγνώμων: 2, gen. ονος с привлекательными душевными качествами (Γανυμήδης Xen.).