Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδύκωμος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ἡδύκωμος, ὁ (Α)·1. ονομασία ενός είδους αυλήσεως
2. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + κώμος, ο «παρέα που διατελεί εν ευθυμία»].