καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
ἡδύκωμος, ὁ (Α)·1. ονομασία ενός είδους αυλήσεως2. είδος χορού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + κώμος, ο «παρέα που διατελεί εν ευθυμία»].