ηλιοκαυτώ

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

Greek Monolingual

ἡλιοκαυτῶ, -έω (Α)
είμαι ηλιοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -καυτώ (< καυτός < καίω), πρβλ. ιεροκαυτώ, ολοκαυτώ].