ηλιοχαρής

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο ηλιόφιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -χαρης (< χάρος, το), πρβλ. οινοχαρής, περιχαρής].