ημίκραιρα

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source

Greek Monolingual

ἡμίκραιρα, ἡ (Α)
1. το μισό του κεφαλιού ή του προσώπου
2. ημικρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κραίρα «κεφαλή»].