Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ημίκραιρα

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

ἡμίκραιρα, ἡ (Α)
1. το μισό του κεφαλιού ή του προσώπου
2. ημικρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κραίρα «κεφαλή»].