ημίλεκτος

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

ἡμίλεκτος, -ον (Μ)
αυτός που ελέχθη κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λεκτός (< λέγω)].