Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ἡμίλεκτος, -ον (Μ)αυτός που ελέχθη κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λεκτός (< λέγω)].