ημεροφύλαξ Search Google

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

ἡμεροφύλαξ, ὁ (Α)
αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο ημεροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + φύλαξ.