Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
ἡμιζύγιος, -ον (Α)αυτός που ισορροπεί, που είναι μισός από το ένα μέρος και μισός από το άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ζύγιος (< ζυγόν), πρβλ. βουζύγιος, υποζύγιος.