οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
ἡμικράνιος, -ον (Α)
1. πάπ. ο αναφερόμενος ή σχετιζόμενος με το ήμισυ του κρανίου
2. το ουδ. ως ουσ. το ἡμικράνιον
η ημικρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κρανίον.