ημιπαίδευτος

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμιπαίδευτος, -ον)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ, ατελώς μορφωμένος, ο ημιμαθής.