ἡμιπαίδευτος
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
German (Pape)
[Seite 1169] halb erzogen, Synes., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπαίδευτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπαιδευμένος, Συνέσ. 307Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμιπαίδευτος, -ον)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ, ατελώς μορφωμένος, ο ημιμαθής.