ημισάκις

From LSJ

Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)

Source

Greek Monolingual

ἡμισάκις (Α)
επίρρ. κατά το ήμισυ, μισή φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + κατάλ. -άκις (πρβλ. οσάκις, πολλάκις)].