ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ἡμισπάθιον, τὸ (Α)χειρουργικό εργαλείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σπάθη «σπάτουλα»].