ημισπάθιον

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

ἡμισπάθιον, τὸ (Α)
χειρουργικό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σπάθη «σπάτουλα»].