ημισυμερίτης
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
ἡμισυμερίτης, ο (Μ)
ο συμμέτοχος αποικίας, ημισειαστής, μορτίτης, καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό της σοδειάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + μερίτης «αυτός που μετέχει σε κάτι» (< μέρος)].