ημιωπία

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

η
βλ. ημιανοψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemiopia < hemi- (πρβλ. ημι-) + -opia (πρβλ. -ωπια < ωψ «πρόσωπο»). Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κωνστ. Μαυρογιάννη].