ηνιοστροφώ

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

ἡνιοστροφῶ, -έω (AM) ηνιοστρόφος
μσν.
1. μτφ. διευθύνω, διοικώ, κυβερνώ
2. παθ. ἡνιοστροφοῦμαι, -έομαι
α) διευθύνομαι
β) παρασύρομαι από κάποιον
αρχ.
οδηγώ, διευθύνω κάτι με τον χαλινό, στρέφω τα ηνία.