ηπάτιον

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source

Greek Monolingual

ἡπάτιον, το (Α)
συκωτάκι, σύνηθες έδεσμα στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + υποκορ. κατάλ. -ιον].