ἡπάτιον
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
τό, Dim. of ἧπαρ, a common dish at Athens, Ar.Fr.506, Alc.Com.25, Alex.110.16, PLond.3.1259.36 (iv A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1173] τό, dim. von ἧπαρ, Hegesand. u. A. bei Ath. III, 107.
Russian (Dvoretsky)
ἡπάτιον: (ᾰ) τό печенка (καπριδίου νέου Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡπάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἧπαρ, «συκωτάκι», «συκωτάκια», κοινὸν ἔδεσμα ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Ἄλεξ. Κρατ. 2. 16, κτλ.˙ πρβλ. ἧπαρ.
Greek Monolingual
ἡπάτιον, το (Α)
συκωτάκι, σύνηθες έδεσμα στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + υποκορ. κατάλ. -ιον].