ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
ἡπάτιον, το (Α)συκωτάκι, σύνηθες έδεσμα στην αρχαία Αθήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + υποκορ. κατάλ. -ιον].