συκωτάκι

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

και σκωτάκι, το, Ν
υποκορ. μικρό συκώτι.