ηπατολογία

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

η
η μελέτη του ήπατος και τών παθήσεων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatology < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + -logy (πρβλ. -λογία < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά-Λεβαδέως].