ηπιάλης

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

ἠπιάλης και ἠπιόλης, ό (Α)
εφιάλτης, βραχνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ηπίαλος].